Si Puo Fare ( Μπορεί να γίνει )

[youtube width=”640″ height=”360″]https://www.youtube.com/watch?v=k5UQrQywbM4[/youtube]
 

Η ταινία αυτή προβλήθηκε την Κυριακή 4/5/2014 στο Κ*ΒΟΞ σε μια εκδήλωση-συζήτηση που οργάνωσε η Αυτοοργανωμένη Δομή Υγείας Εξαρχείων με θέμα την ψυχική υγεία.

 

Η ταινία εκτυλίσσεται τη δεκαετία του ’80 , όταν εφαρμόστηκε ο νόμος Μπαζάλια για το κλείσιμο των ψυχιατρείων και αναπτύχθηκε ένα πλήρες δίκτυο υπηρεσιών στην κοινότητα. Ίσως είναι πιο επίκαιρη από ποτέ δεδομένης της απόφασης να κλείσουν τα 3 κύρια δημόσια ψυχιατρεία της Ελλάδας (ΨΝΑ, Δρομοκαίτειο και ΨΝ Θεσσαλονίκης) μέχρι τον Δεκέμβρη του 2015.

Η διαδικασία αδειάσματος των τμημάτων με ασθενείς χρόνιας παραμονής έχει ξεκινήσει. Ήδη έχουν ακουστεί ψίθυροι για τη βίαιη μετακίνηση ηλικιωμένης ασθενούς από Γηροψυχιατρικό Τμήμα του ΨΝΑ σε Ιδιωτική Κλινική με τη χρήση ηρεμιστικής ένεσης. Γίνεται αντιληπτό πως στην υλοποίηση του συμφώνου Λυκουρέτζου- Αντόρ για το κλείσιμο των ψυχιατρείων καταπατούνται τα βασικά δικαιώματα των ασθενών, όπως η ενημέρωση, η επιλογή και η συγκατάθεσή τους. Ο στόχος για την ψυχοκοινωνική τους αποκατάσταση έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Στην πράξη, η μετακίνηση των 400 χρόνιων ασθενών πραγματοποιείται με άσκηση πίεσης στις οικογένειες να πάρουν πίσω τους συγγενείς τους και με την κάλυψη κενών θέσεων σε στεγαστικές δομές (δημόσιες ή των ΜΚΟ) εντός, αλλά και εκτός Αθηνών. Η υλοποίηση της fasttrack «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» ολοκληρώνεται με την ίδρυση Ψυχιατρικών Τομέων σε χώρους Γενικών Νοσοκομείων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές και που περισσότερο παραπέμπουν σε «αποθήκες ψυχών» μέσα στα νοσοκομεία. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης ξεκίνησε λάθος, ως επιβολή από τις αρμόδιες αρχές της Ε.Ε. το 1989, και συνεχίζει τη λάθος διαδρομή του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Με μια πρόχειρη, βιαστική κάλυψη των κενών ώστε το Υπουργείο Υγείας να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις του στην Ευρώπη και να συνεχιστεί η εκταμίευση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ για την ψυχική υγεία.

Οι σπασμωδικές κινήσεις που συνοδεύουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες για την τήρηση των συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνουν πως η ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα έχει να κάνει με μια πρόχειρη μεταφορά «αντικειμένων» από μία φυλακή σε μια άλλη, ή ακόμα και στον δρόμο. Σύμφωνα με το πρόγραμμα «Ψυχαργώς», ήδη έπρεπε να έχουμε προχωρήσει στην ανάπτυξη κοινοτικών δομών πρόληψης και θεραπείας, καθώς και στην υλοποίηση ενεργειών επανένταξης των ψυχικά ασθενών. Αν εξετάσουμε τις Μονάδες Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης (οικοτροφεία, ξενώνες, προστατευόμενα διαμερίσματα και κέντρα ημέρας στο πλαίσιο της κοινότητας) που συμπεριλήφθηκαν εξ αρχής στο μεταρρυθμιστικό πλάνο των ψυχιατρικών υπηρεσιών, θα διαπιστώσουμε πως ο τρόπος λειτουργίας τους χωλαίνει. Πρόκειται για εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, των οποίων η λειτουργία «κρέμεται» από κονδύλια του ΕΣΠΑ, όποτε αυτά προκύπτουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δυσκολία κάλυψης των λειτουργικών εξόδων των ασθενών (λογαριασμοί, ενοίκια, διατροφή). Για την κάλυψη τέτοιων δυσλειτουργιών η κυβέρνηση έχει σκοπό να παρακρατά ένα μεγάλο ποσοστό από τις συντάξεις των ψυχικά πασχόντων προκειμένου να συνεχίσουν να «φιλοξενούνται» σε αυτές τις δομές.

Πέρα από τα λειτουργικά ζητήματα, η μεγαλύτερη δυσκολία αυτών των δομών έγκειται στο ανέφικτο της εκπλήρωσης της υπόσχεσης για κοινωνική και επαγγελματική επανένταξη. Ασθενείς που μπήκαν στο ψυχιατρείο με σκοπό να θεραπευτούν, τελικά χρειάζονται θεραπεία εξαιτίας της νοσηλείας τους. Ιδιαίτερα για τους χρόνιους ασθενείς είναι πολύ δύσκολο να επανέλθουν, όταν συστηματικά αντιμετωπίζονταν ως αόρατα σώματα. Το άσυλο αφήνει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Στην ταινία αυτοί οι ασθενείς αποκαλούνται- πολύ εύστοχα- «εξώκλειστοι». Η δυσκολία του εγχειρήματος έχει να κάνει και με τη στάση του κοινωνικού συνόλου απέναντι στον ψυχιατρικό ασθενή και την προσπάθεια επανένταξής του. Μπορεί η φυσική απόσταση να μειώνεται -με την μεταφορά του ασθενούς από ένα απομακρυσμένο άσυλο στην κοινότητα- αλλά ο ασθενής παραμένει στο περιθώριο. Θα έπρεπε να τεθεί το ερώτημα πώς μπορεί να προχωρήσει ένα πρόγραμμα αποασυλοποίησης και ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης όταν ο κοινωνικός ιστός παραμένει αμετακίνητος ως προς την αναπαράσταση του για τον ψυχικά πάσχοντα και την στάση που κρατάει απέναντί του.

Σ’ αυτή την αναπαράσταση και στον αποκλεισμό του, η επιστήμη της ψυχιατρικής έχει παίξει καθοριστικό ρόλο. Έχει αναλάβει να μετατρέπει την διαφορετική-εκτός πλαισίου κανονικότητας όπως ορίζεται από τα κυρίαρχα μέσα- έκφραση της ψυχικής οδύνης σε αρρώστια. Ο ψυχίατρος χρήζεται ως ο μόνος κατάλληλος να την χειριστεί. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί βρίσκουν έδαφος νομιμοποίησης μέσω της επιστήμης της ψυχιατρικής, με τους ψυχιάτρους να περιφρουρούν την έννοια της κανονικότητας. Να σκιαγραφούν τα όρια του κοινωνικού σώματος και του ποιοί είναι αποδεκτά μέλη.

Με τον μανδύα του επιστήμονα νομιμοποιούνται να καταστέλουν τις κοινωνικές αντιφάσεις, συμβάλλοντας έτσι στην κοινωνική συναίνεση.

Απ ΄ότι φαίνεται η κυριαρχία «χρειάζεται» να διατηρεί στο περιθώριο κάποιες ομάδες, ως αποδιοπομπαίους τράγους που φορτώνονται στις πλάτες τους τις αντιφάσεις της. Τέτοιες ομάδες παρίσακτων λειτουργούν εξισσοροπιστικά γιατί τα κακώς κείμενα της κυριαρχίας συγκεκριμενοποιούνται και απορροφούνται από αυτούς, κρατώντας έτσι ο υπόλοιπος πληθυσμός απόσταση ασφαλείας. Οι τρελοί εντός ασύλου ίσως βολεύει να παραμείνουν τρελοί και εκτός ασύλου για να μπορεί να διατηρηθεί το αξιοβίωτο των πολιτών, για να μπορούν να οριστούν δια του αποκλεισμού («είμαι υγιής γιατί δεν είμαι σαν και αυτόν»), για να ξεφορτώνουν στις πλάτες τους ό,τι δεν αντέχουν. Η ιδρυματοποίηση του ασθενή, δηλαδή η μετατροπή του σε σώμα νεκρωμένο, σε αντικείμενο, στρώνει το έδαφος για να ακουμπήσει η δική μας ανάγκη ορισμού της υποκειμενικότητάς μας. Ο ασθενής θυσιάζεται από το κοινωνικό σύνολο πολύ πιο εύκολα όταν έχει ασυλοποιηθεί, έχει χάσει τον εαυτό του. Γιατί βιώνεται ως άχρηστο αντικείμενο από τους υπόλοιπους και έτσι μειώνονται οι ενοχές της θυσίας.

Συμπεριλαμβάνοντας τις έννοιες του επικίνδυνου, άσεμνου, παρορμητικού, ανεξέλεγκτου ανθρώπου, η θυσία γίνεται ακόμα πιο εύκολη. Η ακούσια νοσηλεία (σημειωτέον το 60% των εισαγωγών γίνεται ακουσίως, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας), η βίαιη μεταφορά με περιπολικό και συνοδεία αστυνομικών, η χρήση κατασταλτικών μέσων εντός ψυχιατρείου βρίσκουν έδαφος νομιμοποίησης, εφόσον- σύμφωνα με τους ειδικούς- ο ασθενής είναι επικίνδυνος για τους άλλους, αλλά και για τον εαυτό του. Ποιός όμως θα μπορούσε να αρνηθεί (εκτός των ψυχιάτρων) πως η όποια συμπεριφορά του ασθενούς έχει να κάνει με τη συστηματική καταστολή και βία που δέχεται και όχι με την αρρώστια του; Συμπεριλαμβάνοντας και την κυρίαρχη αντίληψη περί μη αποκαταστασιμότητας του ψυχικά πάσχοντος, τα όρια του υγιούς και του παθολογικού, του άξιου προς ζωή και του βιολογικά ανεπαρκούς υπερτονίζονται, προωθώντας τη λογική του κοινωνικού δαρβινισμού. Ο εγκλεισμός και οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησής τους συνδέεται άμεσα και με το γεγονός ότι το κοινό των ψυχιατρείων αποτελείται από φτωχά κοινωνικά στρώματα, που στερούνται της διαπραγματευτικής τους δύναμης έναντια στην εξουσία. Ο τρόπος αντιμετώπισής τους εντός των ασύλων αντικατοπτρίζει τον τρόπο διαχείρισης του περιθωρίου, τον έλεγχο του διαφορετικού μέσω του εγκλεισμού και της καταστολής.

Εξ ορισμού ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο μετατρέπει το άτομο σε αντικείμενο ελέγχου και τιμωρίας. Οι θεραπευτικοί χειρισμοί δείχνουν πως το άτομο δεν αντιμετωπίζεται ως ολότητα, ως κάποιον που έχει μια ασθένεια. Το άτομο είναι τρελό, η αρρώστια είναι ειδωμένη ως φυσικό φαινόμενο. Αυτομάτως χάνεται η υποκειμενικότητά με την έννοια ότι παύει να έχει ιστορία, συλλογική και προσωπική. Παύει να υπάρχει διάλογος ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Η τρέλα φέρει μια ταυτότητα που σημαδεύει το άτομο σε όλη του τη ζωή. Σφραγίζεται με την ετερότητα. Αντιμετωπίζεται ως ανίκανος, μη παραγωγικός, ανάξιος για ζωή. Πώς μπορεί να ορίσει τον εαυτό του, το σώμα του και τις ανάγκες του όταν εκμηδενίζεται η ατομικότητά του, όταν αντιμετωπίζεται ως άψυχο αντικείμενο; Η βία των ασύλων αφανίζει τον έγκλειστο. Ο χρόνος του ορίζεται από τις ώρες λήψης φαρμακευτικής αγωγής και γευμάτων. Ο προσωπικός του χώρος περιορίζεται σε ένα σιδερένιο κρεβάτι και ένα κομοδίνο. Η προοπτική μιας βόλτας στον προαύλιο χώρο του ψυχιατρείου εξαρτάται από την κρίση των ειδικών για το αν θα πρέπει να εισαχθεί σε τμήμα ανοιχτό ή κλειστό (κλειδωμένη ή όχι πόρτα). Ο λόγος του χάνει την ισχύ του, εντάσσεται στο παραλήρημα ή δεν λαμβάνεται καν υπόψη. Η επιθυμία, η ανάπτυξη στόχων και πρωτοβουλιών δεν βρίσκουν χώρο έκφρασης. Οι ιδιαιτερότητες, οι ξεχωριστές ανάγκες εγκλωβίζονται στους ρυθμούς και τους κανόνες που το ψυχιατρείο επιβάλλει.

Στην ταινία δίνεται μια διαφορετική προσέγγιση της τρέλας, όχι ως νοσολογικής οντότητας που γίνεται αντικείμενο επιστημονικών ερευνών και εντάσσεται σε προκαθορισμένες κωδικοποιήσεις (DSM), αλλά με μια προσπάθεια ανάδειξης της προσωπικότητας και των δυνατοτήτων του ατόμου μέσα από την ένταξή του στην εργασία. Οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου μέσω της συμμετοχής τους στην κολεκτίβα και με τη σταδιακή μείωση της φαρμακευτικής αγωγής τους έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν την υποκειμένικότητά τους και να δράσουν ως άνθρωποι και όχι ως άρρωστοι. Να αναγνωρίσουν και να εκφράσουν τις ανάγκες τους, να συνδιαλλαγούν, να αντιδράσουν, να θέσουν στόχους. Απεγκλωβίζονται από την ταύτιση της πάσχουσας υπαρξής τους με έναν κατασκευασμένο και καθορισμένο από τους ψυχιάτρους τύπο ασθένειας. Δεν αποτελούν πλέον αντικείμενα ενός ψυχιατρικού θεσμού που η όποια παρέκκλιση από τους κανόνες του ψυχιατρείου αντιμετωπίζεται ως σύμπτωμα της ασθένειας ή παράβαση που πρέπει να τιμωρηθεί. Έχουν τη δυνατότητα να επαναοικοδομήσουν ένα καινούριο εγώ, αξιολογώντας το παλιό και χτίζοντας το νέο μέσω της διαλεκτικής με την κοινωνία.

Είναι κατανοητό πως το να διεκδικήσει ένας ψυχιατρικός ασθενής μία θέση στην κοινωνία σημαίνει πως θα πρέπει να ενσωματώσει τα χαρακτηριστικά της ώστε να βιώσει τον εαυτό του ως μέλος τηςΤίθεται όμως το εξής ερώτημα: η οργάνωση της εργασίας και της κοινωνικής ζωής που προώθησε το κυρίαρχο σύστημα δεν είναι αυτή που προκαλεί πόνο και αρρώστια; Ο ψυχικά πάσχον ασφυκτιά εντός των ορίων της κατεστημένης κανονικότητας και προσπαθεί να βρει τον εαυτό του και την ελευθερία του μέσα από άλλες διαδικασίες- δυστυχώς ή ευτυχώς δυσνόητες για τους περισσότερους. Εντάσσοντας τον πάλι σε μια κοινωνία υποταγμένη στους όρους του καταναλωτισμού δεν θα ήταν καθόλου παράλογο να ξαναβιώσει την υπαρξιακή οδύνη που τον οδήγησε στην τρέλα.

Οι ιδρυματικές διαδικασίες που διακρίνουν τον θεσμό του ψυχιατρείου απαντώνται και στον θεσμό της εργασίας, που προτείνεται ως θεραπευτική τακτική. Μπορεί η υποταγή στην εξουσία, η αλλοτρίωση του εγώ, η απώλεια της ατομικότητας, ο ετεροκαθορισμός του χρόνου και του χώρου να είναι καταφανή εντός των τειχών ενός ψυχιατρείου, αλλά συναντώνται και σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς, και στην προκειμένη περίπτωση στην εργασία. Άλλωστε και στην ταινία φαίνεται πως η ένταξη στην εργασία και η ανέλιξη από ένα πόστο χαμηλών απαιτήσεων και αποδοχών σε μια κολεκτίβα με σκοπό το κέρδος μετατρέπει τους μη παραγωγικούς τροφίμους σε ικανούς εργαζόμενους που στέκονται επάξια στις επιταγές της καταναλωτικής κοινωνίας. Η αλλοτρίωση διακρίνεται και στον τρόπο που τα ταλέντα των ασθενών εντάσσονται στην εργασία και χειραγωγούνται απ’ τους μηχανισμούς του εμπορεύματος. Ο τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας τους, η απελευθέρωση των βιωμάτων και των επιθυμιών τους δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεκμετάλλευτα διότι στον κυρίαρχο αστικό πολιτισμό η αγοραπωλησία διακρίνεται σε κάθε στιγμή.

Απ’ την άλλη δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως και μόνο η δυνατότητα δημιουργίας και έκφρασης συναισθημάτων και σκέψεων λειτουργεί απελευθερωτικά για τον ψυχιατρικό ασθενή που είχε αναγκαστεί να παγώσει κάθε μέσο έκφρασής του. Ο συνδικαλιστής της ταινίας ίσως δίνει την απάντηση στο πώς θα μπορούσε να μετασχηματιστεί η σχέση γιατρού-ασθενή από μια σχέση εξουσίας σε μια σχέση που απεγκλωβίζει την έκφραση και προωθεί την επικοινωνία. Στο στάδιο της μετάβασης από το άσυλο στην κοινότητα, ο ψυχίατρος θα μπορούσε να συμβάλει στην ομαλή επανένταξη των ασθενών στην κοινωνία και στην επανάκτηση του εαυτού τους μέσα στο κοινωνικό ιστό. Μετά την ισοπέδωση της ύπαρξής του στον χώρο του ασύλου, ο ασθενής χρειάζεται χώρο και χρόνο στο πλαίσιο της θεραπευτικής κοινότητας. Για την αποκατάσταση των χαμένων κοινωνικών ρόλων ,της επικοινωνίας και των σχέσεων χρειάζεται το προσωπικό, η κοινωνία και οι ασθενείς να αποδομήσουν τις παλιές τους ταυτότητες και να λειτουργήσουν αμοιβαία.