Ο λόγος αυτής της συνάντησης σήμερα –δεδομένου ότι η Υγεία είναι κάτι που αυταπόδεικτα αφορά όλους/ες μας– είναι πως κρίνουμε πολύ σημαντικό να είμαστε όλοι/ες ενημερωμένοι/ες για τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στις τρέχουσες συνθήκες, ώστε να μπορούμε να αντιδράσουμε ανάλογα. Η Υγεία είναι ένα δημόσιο αγαθό, το οποίο το άτομο οφείλει να προστατεύσει και να προάγει προς όφελος του ιδίου και της κοινωνίας. Φυσικά, οι ιδιωτικοποιήσεις στον χώρο της υγείας δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά συνδέονται άρρηκτα με ένα ευρύτερο κύμα ιδιωτικοποιήσεων στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που προσπαθεί να αφαιρέσει τον δημόσιο χαρακτήρα από όλα τα αγαθά που προσφέρονται στον άνθρωπο όχι μόνο από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά και από την ίδια τη φύση.
Έτσι, βλέπουμε ότι το κράτος εκχωρεί συστηματικά, μεταξύ άλλων, την οικονομική εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου, της παιδείας, του πολιτισμού, της ενέργειας, του νερού και της υγείας σε ιδιώτες, με σκοπό το κέρδος. Αυτές οι ενέργειες άλλοτε γίνονται με κεκαλυμμένο τρόπο, όπως π.χ. με τη σταδιακή πριμοδότηση και αύξηση της ακαδημαϊκής ισχύος των ιδιωτικών κολεγίων και τη θέσμιση ρυθμιστικής αρχής για την τιμή του νερού, ή και απροκάλυπτα, όπως με περιφράξεις δημόσιων χώρων με σκοπό την εκμετάλλευσή τους, λ.χ. η πλατεία Πρωτομαγιάς και η ιδιωτικοποίηση του ογκολογικού τμήματος του Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών. Παρακάτω θα αναφερθούμε σε δομικές αλλαγές αλλά και εισαγωγές καινούργιων δεδομένων εξετάζοντας σημεία των νέων νόμων που αφορούν το ΕΣΥ, όχι γιατί πιστεύουμε ότι μέχρι τώρα όλα έβαιναν καλώς και προς όφελος των πολιτών, αλλά γιατί με όχημα τη συνεχή εδώ και τόσα χρόνια υποβάθμισή του είναι αναμφίβολη η διαδικασία περαιτέρω ιδιωτικοποίησής του.
Μέσα σε διάστημα 11 μηνών στη βουλή υπερψηφίστηκαν τρία νομοσχέδια που αφορούσαν το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Τον Μάιο του 2022 ψηφίζεται ο πρώτος νόμος (4931/2022), τον Δεκέμβριο του 2022 ο δεύτερος (4999/2022), ο οποίος αποτέλεσε και τη βάση για τον τρίτο νόμο που ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 2023 (5034/2023) σχετικά με τη μετατροπή του παιδοογκολογικού κέντρου «Ελπίδα» σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.
Τα άρθρα στους νόμους αυτούς λειτουργούν αλυσιδωτά, καθώς παρατηρώντας κανείς/μία τις αλλαγές και τις ρυθμίσεις που προβλέπουν εύκολα μπορεί να διακρίνει τη στόχευση για ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ. Το ένα συμπληρώνει το άλλο με μοναδική κατεύθυνση την προετοιμασία του εδάφους για την επίτευξη του στόχου αυτού, καθώς σε αρκετά σημεία αναφέρεται αόριστα ότι θα υπάρχουν «όροι και προϋποθέσεις», οι οποίοι όμως δεν απαριθμούνται ούτε κατατίθενται με σαφήνεια. Είναι ξεκάθαρο ότι έπεται συνέχεια..
Αρχικά, ενημερωνόμαστε πως ο ΕΟΠΥΥ (Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας) μετατρέπεται σε «γνήσιο αγοραστή Υπηρεσιών Υγείας» (αρ.1, ν.4931/2022) που θα ορίζει στους παρόχους υγείας ποιοτικά κριτήρια για να προβαίνει σε αποζημιώσεις, σύναψη συμβάσεων (με φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), κάλυψη εξόδων κ.λπ. Μια από τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, και η πρώτη στη λίστα των ποιοτικών αυτών κριτηρίων, είναι η «ηλικία, κατάσταση, συντήρηση και εκσυγχρονισμός εγκαταστάσεων, υλικοτεχνικής υποδομής και εξοπλισμού», ενώ το αμέσως επόμενο κριτήριο είναι «η εκπαίδευση, κατάρτιση και εξειδίκευση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού» (ν.4931/2022, αρ.4, παρ.α&β). Με μια γρήγορη ανασκόπηση αντιλαμβάνεται κανείς/μία πόσες υποδομές μείνουν εκτός λίστας χρηματοδότησης. Έτσι, η φυσική πορεία των ήδη παραμελημένων και υποβαθμισμένων δομών υγείας είναι να ρημάξουν, ενδεχομένως να ξεπουληθούν πρώτες και με σύντομες διαδικασίες ή να κλείσουν, ώστε να ανοίξει ο δρόμος προς τον ιδιωτικό τομέα.
Στη συνέχεια, ενημερωνόμαστε ότι μέσω ΗΔΙΚΑ (Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης) θα μπορεί ο ΕΟΠΥΥ «να ελέγχει και να κατατάσσει τους παρόχους του σε κατηγορίες υπέρβασης, με βάση την απόκλισή τους από την τιμή αναφοράς και να επιβάλλει εκπτώσεις και ποινές, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου». Εάν, όταν και όποτε δηλαδή διαπιστωθεί ότι δεν υπήρξε τήρηση των «κατευθυντήριων οδηγιών συνταγογράφησης από την τιμή αναφοράς για δεδομένη χρονική περίοδο … όπως υπολογίζεται από τα διαθέσιμα σε πανελλαδική βάση δεδομένα, για την ίδια χρονική περίοδο» (ν.4931/2022, αρ.8, παρ.ε). Αφενός, δεν αναφέρεται πουθενά ποιες θα είναι αυτές οι «εκπτώσεις και ποινές» και αφετέρου απειλείται ευθέως ο ιατρός ότι θα υπάρξει τιμωρία εάν παρεκκλίνει η προτεινόμενη θεραπεία του για τον ασθενή του από τις κατευθυντήριες γραμμές της πανελλαδικής βάσης δεδομένων.
Σε άλλο σημείο αναφέρεται πως «…το ημερήσιο πρόγραμμα των ιατρών στα Κέντρα Υγείας περιλαμβάνει τις προγραμματισμένες επισκέψεις και την αντιμετώπιση των έκτακτων και επειγόντων περιστατικών. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται το ημερήσιο πρόγραμμα των ιατρών στα Κέντρα Υγείας, η χρονική διάρκεια των προγραμματισμένων επισκέψεων, το ποσοστό των προγραμματισμένων επισκέψεων από παραπομπή, που καλύπτει το ημερήσιο πρόγραμμα του ιατρικού προσωπικού και το μεταβατικό διάστημα μέχρι την πλήρη εφαρμογή του νέου μοντέλου λειτουργίας.» (ν.4931/2022, αρ.37, παρ.5). Με λίγα λόγια οι γιατροί θα εξετάζουν με το χρονόμετρο τον ασθενή, μέσα σε αυστηρό πλαίσιο χωρίς περιθώριο για περαιτέρω διερεύνηση των περιστατικών. Προωθείται συνεπώς μία καθαρά ψυχρή, διεκπεραιωτική, πλήρως γραφειοκρατικοποιημένη διαδικασία, κατά την οποία γιατρός και ασθενής αδυνατούν να συνάψουν την τόσο σημαντική θεραπευτική σχέση. Η λήψη ενός ενδελεχούς και λεπτομερούς ιστορικού, η κλινική προσέγγιση του ασθενούς κ.λπ. σταματούν να αποτελούν τη βάση της διάγνωσης, όπως ισχύει μέχρι σήμερα. Κοινώς, αυτό που είναι η ιατρική, μία τέχνη δηλαδή, τείνει να εξαφανιστεί ή καλύτερα να μετασχηματιστεί στο ψηφιακό υποκατάστατό της. Φυσικά αυτή η τάση προϋπήρχε, επιταχύνθηκε ωστόσο με την πανδημία και επιτείνεται ακόμα περισσότερο με τους νέους νόμους. Έτσι η ιατρική πρακτική σταδιακά απομακρύνεται από την περίθαλψη του ασθενούς και υποβιβάζεται στο να συμπληρώνει ιατρικά πρωτοκόλλα, να διαλέγει την κατάλληλη διάγνωση ICD10 (Διεθνής Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας) για να δικαιολογηθούν εξετάσεις, να αναζητούνται επιπλέον δικαιολογίες για το αν το κόστος των εξετάσεων ξεπερνά το προσδοκώμενο κ.α.
Με εξίσου αυστηρό, καθολικό και τιμωρητικό τρόπο εισάγεται ο θεσμός του Προσωπικού Ιατρού, ο οποίος αντικαθιστά τον οικογενειακό ιατρό. «Ο ενήλικος πληθυσμός εγγράφεται υποχρεωτικά στον προσωπικό ιατρό… Μετεγγραφή σε άλλο προσωπικό ιατρό επιτρέπεται μία (1) φορά ανά έτος. Από την υποχρέωση εγγραφής του πρώτου εδαφίου εξαιρούνται τα εν ενεργεία στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων» (ν.4931/2022, αρ.37, παρ.1). «Ως προσωπικοί ιατροί ορίζονται ιατροί ειδικότητας γενικής/οικογενειακής ιατρικής ή εσωτερικής παθολογίας για τον ενήλικο πληθυσμό. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας δύνανται ως προσωπικοί ιατροί να ορίζονται και απλοί ιδιώτες ιατροί» (ν.4931/2022, αρ.36, παρ.4). Όπως μας έχει διδάξει η πρόσφατη ιστορία, αναμένεται και αυτή τη φορά η εφαρμογή του θεσμού να γίνει με όρους επιβολής και αναγκαστικότητας. «Καθιερώνεται σύστημα εφαρμογής κινήτρων για την ενθάρρυνση εγγραφής των πολιτών σε προσωπικό ιατρό και την τήρηση της διαδικασίας του συστήματος παραπομπών. Ομοίως, καθιερώνεται σύστημα συνεπειών (‘αντικινήτρων’) για τη μη εγγραφή των πολιτών σε προσωπικό ιατρό και τη μη τήρηση της διαδικασίας του συστήματος παραπομπών» (ν.4931/2022, αρ.38). Χωρίς προσωπικό ιατρό ο ασθενής δε θα υπόκειται στους ίδιους όρους πρόσβασης στις δημόσιες δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες δομές υγείας. Χωρίς προσωπικό ιατρό ο ασθενής δε θα υπόκειται στους ίδιους όρους ως προς το ύψος ή στην έκπτωση της συμμετοχής σε ιατρικές πράξεις που αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ. Χωρίς προσωπικό ιατρό ο ασθενής δε θα υπόκειται στους ίδιους όρους ως προς τη φαρμακευτική του δαπάνη και θα πληρώνει περισσότερα χρήματα (πρακτική που θυμίζει point system). Όλες οι παραπάνω υπηρεσίες βαφτίζονται από τον νέο νόμο ως τα κίνητρα και η επιβράβευση στον πολίτη που θα έχει υπακούσει και εφαρμόσει αυτά που προβλέπει ο θεσμός του προσωπικού ιατρού. Πρώτο από όλους το κράτος γνωρίζει το «καλό» για το σώμα σου και την υγεία σου και έπειτα ο προσωπικός σου ιατρός που μέσω εκείνου θα γίνονται οι παραπομπές και πιθανόν οι επιλογές των υπόλοιπων ειδικών ιατρών. Πρόκειται σαφώς για γνώριμες τακτικές διαχωρισμού, τιμωριών και επιβραβεύσεων και δημιουργίας πολιτών/ασθενών δύο κατηγοριών.
Όσον αφορά στην ενίσχυση του ΕΣΥ, οι νέοι νόμοι εισάγουν τη σύμπραξη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ). «Ιδιώτες πάροχοι, όπως δομές της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και κλινικές που συμβάλλονται με τον ΕΟΠΥΥ, οφείλουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και τις δομές τους για την ενίσχυση του ΕΣΥ όταν συντρέχουν έκτακτες συνθήκες και για τον απολύτως απαραίτητο χρόνο.» (ν.4931/2022, αρ.56, παρ.3). Δίχως να διευκρινίζεται κάτι περισσότερο για αυτή τη συνεργασία και κυρίως δίχως να επεξηγείται τι ορίζεται «έκτακτη συνθήκη» και υπό ποιες προϋποθέσεις χαρακτηρίζεται έτσι, το άρθρο δεσμεύει τους ιδιώτες παρόχους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, τις δομές τους, τον εξοπλισμό τους και το εργατικό δυναμικό τους. Επίσης, το ίδιο άρθρο υποχρεώνει τους ιατρούς που ιδιωτεύουν και είναι συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ «να προσφέρουν υπηρεσίες υγείας σε περιοχές και σε ειδικότητες που υπάρχουν διαπιστωμένες ελλείψεις του ΕΣΥ, εφόσον τους ζητηθεί και μόνο για τον απολύτως απαραίτητο χρόνο. Η παροχή των υπηρεσιών αυτών γίνεται με μερική απασχόληση…» (ν.4931/2022, αρ.56, παρ.2). Στους ιδιώτες ιατρούς μερικής απασχόλησης εντοπίστηκε η λύση για την ενδυνάμωση των νοσοκομείων και όχι σε προσλήψεις προσωπικού, μονιμοποιήσεις συμβασιούχων, σε αξιοπρεπείς συνθήκες και ωράρια εργασίας με εξίσου αξιοπρεπείς μισθολογικές απολαβές. Βέβαια, δεν έλειψαν και οι απειλές ούτε από αυτό το άρθρο του νόμου. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «σε περίπτωση που οι ιδιώτες πάροχοι ή ιδιώτες ιατροί αρνηθούν την παροχή υπηρεσίας, καταγγέλλεται η σύμβασή τους με τον ΕΟΠΥΥ» (ν.4931/2022, αρ.56, παρ.4).
Παράλληλα, ο νέος νόμος δεν ξεχνά και δεν αφήνει εκτός των άρθρων του τους μεγαλογιατρούς του EΣΥ. Αν και το άρθρο ξεκινά με μια υπενθύμιση ότι το να ιδιωτεύει ένας ιατρός του δημοσίου αποτελεί παράπτωμα, στη συνέχεια αναφέρει ότι «κατ’ εξαίρεση, δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τους ιατρούς του ΕΣΥ που υπηρετούν σε νοσοκομεία του ΕΣΥ, εφόσον συμμετέχουν στην ολοήμερη, πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου, τουλάχιστον δύο (2) φορές την εβδομάδα εκτός των ημερών εφημερίας, η λειτουργία ιδιωτικού ιατρείου ή η παροχή ιατρικών υπηρεσιών με οποιαδήποτε σχέση, περιλαμβανομένης και αυτής του συμβούλου, σε ιδιωτική κλινική ή ιδιωτικό διαγνωστικό ή θεραπευτικό εργαστήριο και γενικότερα σε κάθε είδους ιδιωτικές επιχειρήσεις που παρέχουν ή καλύπτουν υπηρεσίες υγείας, δύο (2) φορές την εβδομάδα, μετά από απόφαση του Διοικητή ή Προέδρου του νοσοκομείου.» Ακόμα, «με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζονται ειδικότερα το είδος, η έκταση, οι όροι και οι προϋποθέσεις της απασχόλησης ιατρών κλάδου ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα της ιατρικής, καθώς και τα αρμόδια όργανα και η διαδικασία για τη χορήγηση της σχετικής άδειας και την ανάκλησή της, και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου» (ν.4999/2022, αρ.10, παρ.1α). Είναι προφανές ότι αυτή η αλλαγή δεν αφορά όλους τους ιατρούς του ΕΣΥ, αλλά όσους έχουν τη δυνατότητα, τα μέσα και τον ανάλογο διαθέσιμο χρόνο. Η ισχύουσα ιεραρχική δομή των νοσοκομείων είναι γνωστή, καθώς επίσης και ποιοι επωμίζονται τον όγκο των περιστατικών που απευθύνονται καθημερινά στα απαξιωμένα από το κράτος νοσοκομεία. Επιπλέον, σε αυτό το σημείο, αναγνωρίζουμε ότι κάτι θα έπρεπε να δώσουν και στους δημόσιους ιατρούς εφόσον «εξυπηρετούν» τους ιδιώτες συναδέλφους τους.
Στη στοχευμένη υποβάθμιση του ΕΣΥ και στις ξεκάθαρες βλέψεις του κράτους για ιδιωτικοποίηση προστίθεται συμπληρωματικά το άρθρο περί απογευματινών χειρουργείων. «Σε νοσοκομεία του ΕΣΥ, διενεργούνται χειρουργικές επεμβάσεις ή άλλες επεμβατικές πράξεις που απαιτούν παραμονή στο νοσοκομείο πέραν της ημερήσιας νοσηλείας, κατά την ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Οικονομικών καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες εντάσσονται τα νοσοκομεία, που ανήκουν στο ΕΣΥ, στην ολοήμερη λειτουργία κατά τα ανωτέρω, όπως και οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του προσωπικού στην ολοήμερη λειτουργία και η αμοιβή αυτού, οι δικαιούχοι των επεμβάσεων, το είδος των ιατρικών πράξεων και το κόστος αυτών, η κάλυψη μέρους ή όλου του κόστους αυτού από τον ΕΟΠΥΥ και λοιπούς δημόσιους και ιδιωτικούς ασφαλιστικούς φορείς, η συμμετοχή του ασθενούς, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα» (ν.4931/2022, αρ.55, παρ.10). Μέσα σε μια παράγραφο, εκτός από την αλλαγή για το ποιος αποφασίζει (Υπουργός Υγείας και Οικονομικών), εισάγεται η ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων, που σχετίζεται με τις ώρες εργασίας και τις μισθολογικές απολαβές και όχι με τη μέχρι τώρα λειτουργία των εφημεριών όπως την ξέραμε. Επιπλέον, οι χειρουργικές επεμβάσεις ή άλλες επεμβατικές πράξεις που θα διενεργούνται απογευματινές και βραδινές ώρες θα πραγματοποιούνται με όρους ιδιωτικής κλινικής. Εισάγεται η διαφορετική αμοιβή του προσωπικού, με τη δυνατότητα υπερεργασίας και αμοιβής αυτής, ως αντιστάθμιση της ελλιπούς μισθολογίας των εργαζομένων και των χρόνιων ελλείψεων προσωπικού. Ακόμα, περιλαμβάνει την οικονομική επιβάρυνση του ασθενούς, δημιουργώντας πρακτικά ασθενείς κατηγοριών ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα. Ο μεν ασθενής θα παραπέμπεται στο δωρεάν πρωινό χειρουργείο μέσω ηλεκτρονικού συστήματος με τυχαίο ραντεβού χωρίς τη δυνατότητα επιλογής του ιατρού, ενώ ο δε θα διαθέτει τη δυνατότητα επιλογής στο απογευματινό ραντεβού με το αζημίωτο φυσικά. Είναι αφέλεια να πιστέψουμε ότι θα υπάρξει ισότιμη διαχείριση στα πρωινά και απογευματινά χειρουργεία βάσει ηλεκτρονικού ελέγχου. Ταυτόχρονα, ο ιατρός που θα συμμετέχει στα απογευματινά χειρουργεία θα εισπράττει νόμιμα επιπλέον μεγάλα χρηματικά ποσά, καθώς νομιμοποιείται κατά κάποιον τρόπο το γνωστό «φακελάκι», ενώ δε θα συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και για το υπόλοιπο προσωπικό που θα συμμετέχουν στα απογευματινά χειρουργεία. Ωστόσο, προκύπτει η απορία σε ποιες υποδομές, κλίνες και ΜΕΘ θα εισάγονται όλοι αυτοί οι ασθενείς έπειτα από το χειρουργείο τους.
Στο σύνολο των νόμων παρατηρείται η επαναλαμβανόμενη πρόταση «με απόφαση του Υπουργού Υγείας…», ενώ σε μια σειρά άρθρων και εξουσιοδοτικών διατάξεων δίνεται ο πλήρης έλεγχος στον εκάστοτε υπουργό και σε λίγα ακόμη πρόσωπα που θα βρίσκονται υπό την εποπτεία του. Οι διαδικασίες σε αρκετά σημεία φαίνεται να απλοποιούνται και οι αποφάσεις να συγκεντρώνονται γύρω από ένα πρόσωπο εξουσίας, ενώ αποκλείονται από τη συμμετοχή σε αυτές το ΚΕΣΥ (Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας) και ο ΠΙΣ (Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος), αφού δεν συνεκτιμάται η άποψή τους.
Το άρθρο 42 του νόμου 4999/2022 έρχεται να υπογραμμίσει, με διαφορετικό τρόπο αυτή τη φορά, την προσπάθεια υποβάθμισης και ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ: δίνεται η δυνατότητα χρήσης του όρου «Ιδιωτικό Νοσοκομείο» στην επωνυμία ή στον διακριτικό τίτλο ιδιωτικών κλινικών. Με ορισμένα ελάχιστα κριτήρια μπορεί μια ιδιωτική επιχείρηση παροχής υγείας να τιτλοφορείται «Ιδιωτικό Νοσοκομείο», ενοποιώντας έτσι τις ιδιωτικές κλινικές στη συλλογική συνείδηση με τα νοσοκομεία και το δημόσιο πρώην δωρεάν σύστημα υγείας.
Ο 3ος νόμος (5034/2023) αφορά την ιδιωτικοποίηση του Παιδοογκολογικού Κέντρου «Ελπίδα». Το κράτος ιδιωτικοποίησε το μοναδικό παιδοογκολογικό τμήμα που υπάρχει στην Αθήνα, το ένα από τα δύο στη χώρα. Πρόσφατα έγινε η σύσταση Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) με την ονομασία «Ογκολογικό Κέντρο Παίδων Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη – ΕΛΠΙΔΑ», στο οποίο ενσωματώθηκε η σημερινή Ογκολογική Μονάδα Παίδων του Αγία Σοφία, του Αγλαΐα Κυριακού, το τμήμα Παιδιατρικής Αιματολογίας-Ογκολογίας, η Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών και η μονάδα Ειδικών Θεραπειών Αιματολογίας-Ογκολογίας της Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ. Παράλληλα, εκχωρήθηκε στο «Κέντρο» κτηριακός και ιατρικός εξοπλισμός, καθώς και τα οικόπεδα του δημοσίου «κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή».
Η αρχή έγινε με τα δύο πρόσφατα νομοσχέδια που λειτουργούν ως Δούρειος Ίππος για την εισχώρηση του ιδιωτικού τομέα στα δημόσια νοσοκομεία. Καθιστώντας νόμιμο το «φακελάκι» και αίροντας το ασυμβίβαστο των ιατρών να κατέχουν θέση στο δημόσιο νοσοκομείο και παράλληλα να εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, το κράτος φρόντισε να διευκολύνει ακόμα περισσότερο τις πελατειακές σχέσεις.
Ο νόμος που ψηφίστηκε περιγράφει τη μετατροπή του ΕΛΠΙΔΑ σε ΝΠΙΔ, σύμφωνα με το οποίο τα χρήματα για τους μισθούς του προσωπικού θα «καταβάλλονται από το Κέντρο και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του μετά από ισόποση επιχορήγηση του Υπουργείου Υγείας». Τα χρήματα των πολιτών θα καταλήγουν μέσω των δημοσίων ταμείων σε μια ιδιωτική επιχείρηση, η οποία μάλιστα θα εξαιρείται από τη φορολογία. Τα έσοδα του κέντρου θα προέρχονται από το υπουργείο υγείας, συνέδρια, φαρμακευτικές εταιρείες και δωρεές, και επομένως η παιδιατρική ογκολογική φροντίδα στηρίζεται βάσει νόμου στην ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και επενδύσεων. Η προκήρυξη θέσεων αλλά και η έγκριση των προσλήψεων θα γίνονται και πάλι «με απόφαση του Υπουργού Υγείας». Θα στελεχώνονται είτε από το προϋπάρχον προσωπικό με αδιευκρίνιστες σχέσεις εργασίας είτε από ιδιωτικούς υπαλλήλους, και ως εκ τούτου εξυπηρετούνται στον μέγιστο βαθμό οι μεγαλοεπιχειρηματίες του παιδικού καρκίνου (πανεπιστημιακοί καθηγητές, φαρμακευτικές εταιρίες).
Τα παιδοογκολογικά τμήματα λειτουργούν δίχως καμία ιατρική αυτοτέλεια, αφού μεγάλο μέρος της διάγνωσης, νοσηλείας και θεραπείας συντελείται στις παιδιατρικές κλινικές, ΜΕΘ, εργαστήρια και χειρουργεία των δύο παιδιατρικών νοσοκομείων. Αξιοσημείωτο είναι ότι λειτουργούν υποδειγματικά ως τμήματα του δημόσιου νοσοκομείου, με άριστα καταρτισμένο προσωπικό και πρόσβαση στις πιο σύγχρονες θεραπείες και θεραπευτικά (ερευνητικά και μη) πρωτόκολλα. Παρέχουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες στους ασθενείς, καθώς και την αναγκαία στήριξη στους γονείς τους. Άρα το κίνητρο γι’ αυτή την ιδιωτικοποίηση σίγουρα δεν ήταν η βελτίωση των υπηρεσιών που λαμβάνουν οι ασθενείς. Άλλωστε, το κράτος μάς αποδεικνύει συνεχώς πως αυτό είναι το τελευταίο που το ενδιαφέρει, φροντίζοντας για τη διαρκή υποβάθμιση κάθε υπηρεσίας παρεχόμενης από το δημόσιο και ενισχύοντας τις πελατειακές του σχέσεις με τους μεγαλοεπιχειρηματίες της υγείας.
Μερικούς μόνο μήνες μετά το τέλος της πανδημίας του κορωνοϊού και με τις μνήμες από τα υπερπλήρη νοσοκομεία «μίας νόσου» και τις ουρές ασθενών που περίμεναν ατελείωτες ώρες για ένα covid τεστ ακόμη νωπές, παρακολουθούμε την εμμονική πολιτική της κυβέρνησης στον δρόμο των ιδιωτικοποιήσεων στον κλάδο της υγείας. Οι κυριότερες και συχνότερες τακτικές αυτής της πολιτικής αφορούν:
- είτε σε συμπράξεις με ιδιώτες παρόχους, τις λεγόμενες ΣΔΙΤ,
- είτε στην ανάθεση υπηρεσιών των νοσοκομείων όπως η φύλαξη, η καθαριότητα και οι τραπεζοκόμοι σε εργολάβους με συγκριτικά υψηλότερο κόστος για το δημόσιο νοσοκομείο έναντι του μόνιμου προσωπικού αλλά και με καταστρατήγηση θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργολαβικών εργαζομένων,
- είτε σε ορισμένα «μπαλώματα» ως προς τη στελέχωση των δομών με ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, όπως π.χ. γιατροί που μετακινούνται στα νοσοκομεία της ίδιας ΥΠΕ για να καλύψουν κενά, προσωπικό με ΣΟΧ το οποίο βρίσκεται μακροχρόνια σε καθεστώς εργασιακής ομηρίας με επαναλαμβανόμενες ανανεώσεις ορισμένου χρόνου ή στην περίπτωση του νέου νομοσχεδίου γιατροί που θα μπορούν να εργάζονται με μερική απασχόληση στο ΕΣΥ.
Ακόμη και οι μεγαλύτεροι πολέμιοι της δημόσιας υγείας πιθανόν να κάμφθηκαν μετά το βίωμα της πανδημίας, όταν αντίκρυσαν ένα δημόσιο νοσοκομείο με μάχιμους επαγγελματίες υγείας να δέχεται τόσο μεγάλο όγκο περιστατικών και να καταφέρνει να σώζει και να θεραπεύει ανθρώπους συχνά με ανεπαρκή μέσα (εξοπλισμό, μέσα προστασίας, κλίνες), την ίδια ώρα που ο ιδιωτικός τομέας της υγείας όχι μόνο δεν επιτάχτηκε, ενόψει αυτής της «πρωτοφανούς ανθρωπιστικής κρίσης» σύμφωνα με τα συστημικά μέσα και την κυβέρνηση, αλλά αντιθέτως αντιμετώπισε την κρίση σαν ευκαιρία κερδοσκοπίας λαμβάνοντας παχυλές αποζημιώσεις για τις υπηρεσίες που παρείχε. Από τη μία πλευρά, οι ιδιωτικές κλινικές δέχονταν περιστατικά που ουσιαστικά ήταν σε ανάρρωση και χωρίς ενεργή νόσο covid, και από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση των διαγνωστικών κέντρων σημειώνονταν τεράστια κέρδη από υπηρεσίες που υποχρεώθηκαν να αγοράσουν οι πολίτες, εφόσον η πρόληψη και ο έλεγχος αποτελούσε ατομική ευθύνη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα ιδιωτικά θεραπευτήρια εξασφάλισαν με εγκύκλιο από το υπουργείο τον Γενάρη του 22 συγκεκριμένα κριτήρια εισαγωγής ασθενών με covid, τα οποία υπαγόρευαν την κατηγορία εκείνη των ασθενών που είχαν ελαφριά νόσο ή των οποίων η βαριά νόσηση είχε αποκατασταθεί.
Ήδη από το φθινόπωρο του 2020, όταν η πανδημία είχε ήδη πλήξει τη χώρα, ιδιώτες γιατροί κλήθηκαν ανά ΥΠΕ να συνδράμουν με τις υπηρεσίες τους στο ΕΣΥ με αντάλλαγμα 2000 ευρώ πάγια αμοιβή ακατάσχετη και αφορολόγητη (έτσι δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ). Την ίδια ώρα, οι γιατροί του ΕΣΥ συνέχιζαν να εργάζονται με τις ίδιες μειωμένες αποδοχές από τους μνημονιακούς νόμους 4093/2012 και 4046/2012. Παράλληλα, τον Σεπτέμβρη του 2021 τέθηκαν σε αναστολή από το ΕΣΥ περίπου 7000 υγειονομικοί αρχικά με το πρόσχημα ότι εκθέτουν σε κίνδυνο τους ασθενείς και τους συναδέλφους τους. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι δεν θα λάμβαναν τον μισθό τους έως ότου εμβολιάζονταν ή ότι, σε περίπτωση νόσησης, θα ανακαλούταν η αναστολή για ένα τρίμηνο, και έπειτα θα ξαναπερνούσαν σε καθεστώς αναστολής. Αυτό το μέτρο παρέμεινε σε ισχύ 16 μήνες από τον Σεπτέμβριο του 21 έως το τέλος του 22 και εφαρμόστηκε σε περίπου 7000 εργαζομένους αρχικά, ενώ στη συνέχεια ο αριθμός μειώθηκε περίπου στις 2000 χωρίς όμως να μείνει σταθερός όλο αυτό το διάστημα εξαιτίας των ατόμων που νοσούσαν. Πολύ γρήγορα μετά την εφαρμογή του μέτρου έγινε ευρέως γνωστό ότι τα εμβολιασμένα άτομα μπορούσαν να νοσήσουν και να μεταδώσουν τον ιό.
Το μέτρο της αναστολής της εργασίας των υγειονομικών επέφερε μεταξύ άλλων και μια νέα τροπολογία που εκδόθηκε τον Απρίλη του 2022, με την οποία θα συνάπτονταν τρίμηνες συμβάσεις υγειονομικών στα νοσοκομεία με δυνατότητα παράτασης για άλλους 3 μήνες προκειμένου να καλυφθούν τα όποια κενά από ανεμβολίαστο προσωπικό. Όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι η τροπολογία συμπεριελάμβανε μετακινήσεις προσωπικού για την κάλυψη κενών θέσεων, σύμβαση με ιδιώτες παρόχους για παροχή πληρωμάτων ασθενοφόρων αλλά και σύμβαση με ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα για εργαστηριακές εξετάσεις, ενώ είχε ήδη προηγηθεί η ένταξη επαγγελματιών υγείας του ιδιωτικού τομέα στο ΕΣΥ για να συμβάλουν στην πανδημία, όπως αναφέραμε παραπάνω. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι οι ζυμώσεις για το σαρωτικό νομοσχέδιο, το οποίο κυρώθηκε το φθινόπωρο του 2022 και προέβλεπε μεταξύ άλλων τη δυνατότητα γιατρών του ΕΣΥ να ασκούν και ιδιωτικό έργο, απογευματινά χειρουργεία κ.λπ., στην ουσία διαδέχεται νόμους οι οποίοι διαμορφώνονταν ακόμα από την περίοδο της πανδημίας αλλά διέπονταν από το πρόσχημα της αναγκαιότητας και της κάλυψη κενών που οι ίδιες κυβερνητικές αρχές προκάλεσαν, εργαλειοποιώντας με αυτό το τρόπο την πανδημία, κάνοντας χρήση προπαγάνδας και καταφέρνοντας έτσι να υλοποιήσουν το επιθυμητό πλάνο των ιδιωτικοποιήσεων.
Το ζήτημα των εργολάβων στο δημόσιο τομέα κρατάει από παλιά, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 (1990-1993), πρώτα με την εκχώρηση υπηρεσιών καθαριότητας και στη συνέχεια και υπηρεσιών φύλαξης. Το αρχικό πλαίσιο προέβλεπε το κόστος της εργολαβίας να μην ξεπερνά τη μισθολογική δαπάνη που θα απαιτούνταν για το μόνιμο προσωπικό, ενώ από το 2001 και μετά καταργήθηκε το πλαφόν του κόστους με τους νόμους (2889/2001, 3204/2003 και 3329/2005), βάσει των οποίων η εκχώρηση θα γινόταν «ανεξάρτητα από το ύψος της αμοιβής του αναδόχου και της ύπαρξης κενών οργανικών θέσεων των οικείων κλάδων ή ειδικοτήτων». Για να έρθουμε στο σήμερα, με την έναρξη της νέας χρονιάς δεν δίνεται η δυνατότητα εφεξής στα νοσοκομεία να διενεργούν διαγωνισμούς πρόσληψης συμβασιούχου προσωπικού αλλά διενεργούνται διαγωνισμοί για ανάθεση των υποστηρικτικών υπηρεσιών των νοσοκομείων (σίτιση, φύλαξη, καθαριότητα) σε εργολάβους, οι οποίοι, όταν αυτές ολοκληρωθούν, εκτοπίζουν 6.000 συμβασιούχους εργαζομένους από τα νοσοκομεία. Κοινώς, 6.000 εργαζόμενοι επί χρόνια στους παραπάνω τομείς θα απολυθούν. Το Υπουργείο ανανέωσε τις συμβάσεις που έληγαν στις αρχές του έτους με την υποσημείωση ότι «όταν ολοκληρωθούν από τα νοσοκομεία οι διαγωνισμοί που τρέχουν για την εγκατάσταση εργολάβων, απολύονται οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι». Το εργασιακό καθεστώς των εργολάβων δε είναι λίγο πολύ γνωστό και περιλαμβάνει πολύ χαμηλότερες αποδοχές από ό,τι η ατομική σύμβαση, περισσότερες ώρες εργασίας, αλλά και ελαχιστοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, ούτως ώστε να εξοικονομούνται πόροι για την εταιρεία, καθυστερήσεις στις πληρωμές και συχνά αδήλωτες ώρες εργασίας. Όλα αυτά επισυμβαίνουν τη στιγμή που το νοσοκομείο πληρώνει αδρά τους εργολάβους, αφού το κόστος φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερο των ατομικών συμβάσεων προσωπικού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε τον περασμένο Φλεβάρη το νοσοκομείο Τρικάλων, όταν, σύμφωνα με το σύλλογο των εργαζομένων, η διοίκηση του Νοσοκομείου προσπάθησε να εκχωρήσει σε εργολάβο τη φύλαξη του νοσοκομείου, γεγονός που πρακτικά σημαίνει την απόλυση των 7 ατόμων που αποτελούσαν το προσωπικό της φύλαξης, με σύμβαση με τον εργολάβο που ανέρχεται στο ποσό των 129.828 ευρώ, όταν το μηνιαίο κόστος των συμβασιούχων εργαζομένων στη φύλαξη ήταν 97.169 ευρώ. Αντίστοιχα, στο νοσοκομείο Άγιος Σάββας, σύμφωνα και πάλι με τον σύλλογο των εργαζομένων, με τη νέα χρονιά οι 15 υπάλληλοι φύλαξης με καθεστώς ΣΟΧ, οι οποίοι μέχρι πρότινος κόστιζαν 16.732 τον μήνα (μαζί με τις εισφορές και τις υπερωρίες), με τη νέα σύμβαση με την εργολαβική εταιρεία θα κοστίζουν 22.500 ευρώ μηνιαίως στο νοσοκομείο με την ένδειξη «πιθανή τιμή μονάδας μέτρησης» χωρίς το ΦΠΑ 24%, ενώ ο αριθμός των εργαζομένων και των βαρδιών που διαμορφώνονται θα είναι μικρότερος από πριν με κίνδυνο να μην καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες του νοσοκομείου. Επίσης, στο νοσοκομείο Σωτηρία μέσα στην περίοδο των γιορτών των Χριστουγέννων ανακοινώθηκε τηλεφωνικώς σε 40 εργαζόμενες στη σίτιση η απόλυσή τους από τον εργολάβο που θα αναλάμβανε (καθώς δεν είχε εκδοθεί ακόμα η ανάλογη απόφαση στη Διαύγεια) την υπηρεσία της σίτισης, ενώ ζητούσε από κάποιες να υπογράψουν νέα σύμβαση μαζί του. Τα νοσοκομεία που ακολούθησαν αυτή την τακτική είναι πολύ περισσότερα βέβαια. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές από αυτές τις περιπτώσεις: 139 εργαζόμενοι στο νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, τους οποίους, ενώ οι συμβάσεις τους θα έληγαν αυτό τον Ιούνιο, η διοίκηση αποφάσισε να απολύσει από τον Μάρτιο, προκειμένου να υπογράψει τη σύμβαση με τον ιδιώτη, 19 εργαζόμενες στην καθαριότητα στο νοσοκομείο Κομοτηνής τον Φλεβάρη που μας πέρασε, ενώ 30 εργαζόμενες στην καθαριότητα στο νοσοκομείο Καρδίτσας αναμένεται να απολυθούν άμεσα. Οφείλουμε τέλος να τονίσουμε ότι από το 2019 ανακοινώθηκε η επιστροφή των εργολάβων σε όσα νοσοκομεία έκαναν προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ, με εγκύκλιο προς τις αρμόδιες ΥΠΕ, ενώ το ΣτΕ και το Ευρωπαϊκό δικαστήριο έχουν αποφανθεί υπέρ της οριστικής εξόδου των εργολάβων από τα νοσοκομεία και υπάρχει σχετική νομοθεσία (4613/2019) για να προχωρήσουν τα δημόσια νοσοκομεία σε συμβάσεις με εργαζομένους.
Ως προς το θεσμό των ΣΔΙΤ στην Ελλάδα νομοθετήθηκε πρώτη φορά το 2005 με το νόμο 3389/2005 και αφορούσε : «τη σύναψη συμβάσεων οι οποίες έχουν ως επί το πλείστον μακροχρόνια ισχύ, αποσκοπώντας στην ολοκλήρωση του εκάστοτε συμφωνηθέντος έργου κάποια στιγμή στο μέσο-/μακροπρόθεσμο μέλλον. Σκοπός τους είναι η εξασφάλιση του σχεδιασμού, της χρηματοδότησης, της κατασκευής, της διαχείρισης, της λειτουργίας, της ανακαίνισης και συντήρησης των δημόσιων υποδομών, καθώς και η παροχή υπηρεσιών σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Αντικείμενο των ΣΔΙΤ, ουσιαστικά, είναι είτε η εκτέλεση έργων είτε η παροχή υπηρεσιών.»
Ήδη από το καιρό της πανδημίας, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, έκαναν την εμφάνιση τους οι συμπράξεις διάφορων νοσοκομείων με ιδιωτικά θεραπευτήρια στα οποία διακομίζονταν οι ασθενείς, ενώ οι κυβερνητικές δηλώσεις από το 2020 μέχρι σήμερα εξακολουθούν να περιλαμβάνουν τις ΣΔΙΤ στα βασικά εργαλεία του «νέου» ΕΣΥ. Πέρυσι τον Ιούλιο, χαρακτηριστικά, η ιδιωτική κλινική «Ιασώ» ανακοίνωσε την πρώτη Σύμπραξη Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στην παιδιατρική φροντίδα, σε επίπεδο Αττικής, μεταξύ του ομίλου «ΙΑΣΩ» και της Γ’ Πανεπιστημιακής Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ που στεγάζεται στο «Αττικόν» Νοσοκομείο. Οι άξονες της «συνεργασίας» θα περιελάμβαναν «την εκπαίδευση των ειδικευόμενων ιατρών της Γ’ Παιδιατρικής Κλινικής, καθώς και την εκπαίδευση ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στο ‘ΙΑΣΩ’ Παίδων και στα Ειδικά Ιατρεία και στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του ΠΓΝ ‘Αττικόν’, την αντιμετώπιση περιστατικών υψηλού βαθμού δυσκολίας και τη διενέργεια διαγνωστικών και επεμβατικών πράξεων όταν προκύπτουν ανάγκες εξειδικευμένης φροντίδας ή χρήσης ειδικού εξοπλισμού τεχνολογίας αιχμής.» Βέβαια, οι πανεπιστημιακές κλινικές που βρίσκονται σε νοσοκομεία του ΕΣΥ υπόκεινται πλήρως στη νομοθεσία του ΕΣΥ και ως συνεπώς απαγορεύεται κάθε σύμπραξη με ιδιώτες.
Μια ακόμα σύμπραξη που έλαβε χώρα φέτος αφορά τη συνεργασία του «Θεαγένειου» Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης με ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο στο οποίο η διοίκηση του «Θεαγένειου» δίνει μέρος του έργου του Παθολογοανατομικού Εργαστηρίου, λόγω έλλειψης γιατρών. Μάλιστα, ενώ υπήρχε πρόβλημα με την έλλειψη προσωπικού στο εν λόγω τμήμα, η διοίκηση του νοσοκομείου έχει αποσπάσει μόνιμο ιατρό παθολογοανατόμο στο νοσοκομείο «Αγιος Παύλος». Επίσης, αξίζει να επισημάνουμε ότι από πέρυσι έχουν ξεκινήσει διαβουλεύσεις για την ανέγερση ενός νέου ογκολογικού νοσοκομείου στη βορειοδυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης, με χρήση κονδυλίων από το ταμείο ανάκαμψης, δωρεές και ΣΔΙΤ σύμφωνα με την ανακοίνωση του Υπουργού Υγείας πέρυσι τον Φλεβάρη από το βήμα της Βουλής και σύμφωνα με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο στο ΕΣΥ υπάρχουν τεράστια κενά σε ιατρονοσηλευτικό ανθρώπινο δυναμικό. Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 30.000 ενεργές νοσοκομειακές κλίνες, 40.000 κενές οργανικές θέσεις στα νοσοκομεία, ενώ το 40% των χειρουργικών αιθουσών είναι κλειστές. Σε αυτό το πλαίσιο «εντέλλονται» ολοένα και περισσότεροι γιατροί ή νοσηλευτές να μεταφερθούν σε άλλα νοσοκομεία της ίδιας ΥΠΕ προκειμένου με αυτή την τακτική να καλυφθούν παροδικά τα τεράστια κενά που υπάρχουν στα περισσότερα νοσοκομεία του ΕΣΥ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι μετακινήσεις τον Οκτώβριο του 22 στο νοσοκομείο Κέρκυρας 12 ιατρών από νοσοκομεία της Ηπείρου για να στελεχώσουν την παθολογική κλινική. Αντίστοιχα, από το νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος» Θεσσαλονίκης καλύπτονται με αναισθησιολόγους τα νοσοκομεία «Ιπποκράτειο» και «Παπανικολάου», ενώ τα περιφερειακά νοσοκομεία Γιαννιτσών και Πτολεμαΐδας καλύπτουν τις εφημερίες τους με παθολόγους από το εν λόγω νοσοκομείο. Τα παραδείγματα των διοικήσεων των νοσοκομείων που υιοθετούν αυτή την πολιτική είναι πολύ περισσότερα με αποτέλεσμα πλήθος προσωπικού να γίνεται «μπαλάκι» ανάμεσα σε νοσοκομεία, ίδιων ή διαφορετικών πόλεων, αλλά και οι υπηρεσίες που παρέχονται να είναι χαμηλής ποιότητας, αφού το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό επιβαρύνεται από το καθεστώς υπερεφημέρευσης και εντατικοποίησης.
Η ΑΔΥΕ έχει μια διαφορετική θεώρηση για την υγεία που βρίσκεται σε αντιδιαστολή με την αποτυχημένη κατεστημένη αντίληψη. Ως εκ τούτου, ένας από τους προγραμματικούς στόχους της ΑΔΥΕ είναι να προεικονίσει στην πράξη τη δομή της κοινωνίας στην οποία όλες/οι επιθυμούμε να ζούμε. Κυρίαρχες αξίες σε αυτήν είναι η αλληλεγγύη, ως δυναμική συσχέτιση των ατόμων και συγκρότησή τους σε δομές/συλλογικότητες, η αυτοοργάνωση, ως διαδικασία λήψης και εκτέλεσης αποφάσεων από τα ίδια τα άτομα, και η αντι-ιεραρχία ως αυτονόητη αρχή ανθρώπων που υποστηρίζουν την αυταπόδεικτη θέση ότι όλοι/ες γεννιόμαστε ισότιμοι/ες.
Θεωρούμε δεδομένο ότι για να υπάρξει πραγματικά αυτοοργανωμένη δόμηση στη δημόσια υγεία στο σύνολό της, θα πρέπει αυτή να απελευθερωθεί από τα κρατικά και ιδιωτικά δεσμά διαχείρισης και να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας γενικευμένης κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης στη δημιουργία θεσμών, όπως θα έπρεπε να είναι και η πανεπιστημιακή έρευνα, οι χώροι παραγωγής, οι φαρμακοβιομηχανίες κ.λπ. Όλα τα παραπάνω πρέπει να απαγκιστρωθούν από τους νόμους της αγοράς και από τους κρατικούς και ιδιωτικούς μηχανισμούς που αποβλέπουν –μέσα από και παρά τις διακηρύξεις τους για προαγωγή της δημόσιας υγείας– μόνο στο κέρδος. Πρέπει συνεπώς να υπαχθούν στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας, όπως αυτές καθορίζονται κάθε φορά από την ίδια.
Ως προς τη θέσμιση της αυτοοργανωμένης δημόσιας υγείας, προτείνουμε τη σύσταση δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας σε επίπεδο γειτονιάς ή ευρύτερων συνοικιών που λειτουργούν με συνελεύσεις χωρίς ιεραρχία, στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όσοι εργάζονται σε αυτές (νοσηλευτές, καθαριστές, ιατροί, διοικητικοί). Στο πλαίσιο της αυτονόμησης και χειραφέτησης του ατόμου από την ιατρική αυθεντία, το πρωτοβάθμιο ιατρείο της γειτονιάς, σε συνεργασία με τη συνέλευση της γειτονιάς, διοργανώνει σεμινάρια αυτομόρφωσης σε θέματα σωματικής και ψυχικής υγείας, ώστε ο/η λήπτης/τρια υπηρεσιών υγείας και ο πολίτης να είναι σε θέση να συμμετέχουν στις αποφάσεις που αφορούν την υγεία τους και τη δημόσια υγεία. Ως προς τη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια φροντίδα υγείας, προτείνουμε την αξιοποίηση των υπαρχουσών νοσοκομειακών μονάδων και τη δημιουργία νέων με πληθυσμιακά κριτήρια που θα λειτουργούν στη βάση της πολιτικής ομοσπονδίας ευρύτερων περιοχών, πάλι με αμεσοδημοκρατικό τρόπο, σε συνεργασία με την ομοσπονδία λαϊκών συνελεύσεων της περιοχής τους και πάντα σε σύνδεση με τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, τις φαρμακοβιομηχανίες κ.λπ. Επομένως, σκοπός αυτής της συζήτησης σήμερα δεν ήταν να υποστηρίξει το καθεστώς προ των ιδιωτικοποιήσεων. Δεν επιθυμούμε την επαναφορά της πρότερης κατάστασης στον χώρο της υγείας, αλλά, αντιθέτως, παλεύουμε για την ανατροπή της.